- ἐκβλαστήματα
- ἐκβλάστημαnew shootneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεδουσοειδές — το ζωολ. χαρακτηρισμός καθενός από τα εκβλαστήματα που αναπτύσσονται στους υδρανθούς τών γυμνοβλαστικών υδροζώων και τα οποία εξελίσσονται σε γοναδοφόρες μέδουσες … Dictionary of Greek
νοκτιλούκα — (Noctilluca miliaris). Πρωτόζωο της οικογένειας των νοκτιλουκίδων της τάξης των δινομαστιγωτών. Έχει σχετικά μεγάλο μέγεθος (έως 3 χιλιοστά) και ζει σε τεράστιους αριθμούς στα νερά των θερμών θαλασσών στα οποία κινείται με τη βοήθεια των κυμάτων… … Dictionary of Greek
ποπουλένη — η, Ν (βιοχ.) ετεροζίτης που απαντά στα εκβλαστήματα τής λεύκας και στον φλοιό τών περισσότερων σαλικιδών και ο οποίος έχει αντιπυρετικές ιδιότητες … Dictionary of Greek
στροβίλωση — η, Ν ζωολ. 1. τρόπος μονογονικής αναπαραγωγής, κατά τον οποίο το σκυφίστομα τών σκυφοζώων διαχωρίζεται εγκάρσια σε μια σειρά μικρών νεαρών μεδουσών 2. καθένα από τα εκβλαστήματα μεταμερικών τμημάτων τού σώματος τών ταινιών από τη σκωληκοκεφαλή … Dictionary of Greek
βλαστογονία — Στη βιολογία, β. ονομάζεται ένας από τους τρόπους της αγενούς ή άφυλης αναπαραγωγής των οργανισμών, με σχηματισμό στον μητρικό οργανισμό εκβλαστημάτων, που όταν αποχωριστούν, σχηματίζουν ένα αυθύπαρκτο και αυτόνομο οργανισμό. Η β., που λέγεται… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek